Εκλογές

Εκλογές

Στις ομοσπονδιακές εκλογές κάθε πολίτης έχει δικαίωμα δύο ψήφων.

Στις ομοσπονδιακές εκλογές κάθε πολίτης έχει δικαίωμα δύο ψήφων. (© dpa)

Από το 1949 οι βουλευτές του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου εκλέγονται από τους πολίτες για μία τετραετία με βάση την αρχή της καθολικής, άμεσης, ελεύθερης, ισότιμης και μυστικής ψηφοφορίας. Αυτό ορίζεται στο άρθρο 39 του Βασικού Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Σύμφωνα με αυτό, οι εκλεγέντες βουλευτές «είναι αντιπρόσωποι όλου του λαού, δεν δεσμεύονται από εντολές ή υποδείξεις και υπακούουν μόνον στη συνείδησή τους.»

Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις ομοσπονδιακές εκλογές έχουν κατά βάσιν όλοι οι Γερμανοί οι οποίοι κατά την ημέρα των εκλογών έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους.

Το πρώτο νεοεκλεγμένο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο της Γερμανίας συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 7 Σεπτεμβρίου 1949 στη Βόννη. 

Από τις εκλογές για το δεύτερο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο στα 1953 και μετά, κάθε πολίτης καλείται να δώσει δύο ψήφους. Η πρώτη ψήφος δίδεται για την άμεση εκλογή ενός υποψηφίου από την εκλογική περιφέρεια του εκλογέως. Στη Γερμανία υπάρχουν 299 εκλογικές περιφέρειες, σε καθεμία από τις οποίες ζουν περί τις 250.000 Γερμανοί πολίτες. Με τη δεύτερή του ψήφο ο ψηφοφόρος εκλέγει ένα συγκεκριμένο κόμμα.

Η σειρά των υποψηφίων στις λίστες αποφασίζεται στα συνέδρια των κομμάτων που προηγούνται των εκλογών. Σε περίπτωση αποχώρησης ενός βουλευτή από το Κοινοβούλιο, την έδρα του καταλαμβάνει ο πρώτος επιλαχών του ίδιου κόμματος από την εκλογική λίστα του κρατιδίου. Ελλείψει επιλαχόντος στον Εκλογική Λίστα του Κρατιδίου, η κοινοβουλευτική έδρα μένει κενή. 

Το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο αποτελείται από 630 βουλευτές. Η αναλογική σύνθεσή του καθορίζεται αποκλειστικά από το αποτέλεσμα των δεύτερων ψήφων. Για την κατανομή των εδρών καθορίζεται κατ’ αρχάς πόσες έδρες αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Εν συνεχεία οι έδρες αυτές κατανέμονται στις λίστες υποψηφίων των κομμάτων ανά ομόσπονδο κρατίδιο. Για την κατανομή των εδρών γίνεται, κατά φθίνοντα αριθμό ψήφων, η κατάταξη των υποψηφίων που έλαβαν τις περισσότερες «πρώτες ψήφους» της εκλογικής περιφέρειας, ούτως ώστε οι υποψήφιοι με τους υψηλότερους αριθμούς ψήφων να ανέρχονται στην κορυφή της λίστας του κρατιδίου τους. Βάσει της κατάταξης αυτής οι έδρες κατανέμονται στους επιτυχόντες υποψηφίους της εκλογικής περιφέρειας.

Εάν ο αριθμός των επιτυχόντων υποψηφίων εκλογικής περιφέρειας υπερβαίνει τον αριθμό των εδρών – εάν δηλαδή δεν καλύπτεται από το αποτέλεσμα της «δεύτερης ψήφου» - οι επιτυχόντες υποψήφιοι της εκλογικής περιφέρειας με τους χαμηλότερους αριθμούς ψήφων δεν λαμβάνουν έδρα («κάλυψη δεύτερης ψήφου»). Εάν, αντιθέτως, ο αριθμός των εδρών που έχει εξασφαλίσει ένα κόμμα σε κρατίδιο είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των επιτυχόντων υποψήφιων του στην εκλογική περιφέρεια, οι επιπλέον έδρες κατανέμονται σε άλλους υποψηφίους της λίστας.

 Για να εκπροσωπηθεί στο Κοινοβούλιο, κάθε κόμμα πρέπει να έχει συγκεντρώσει τουλάχιστον το πέντε τοις εκατόν των δεύτερων ψήφων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ακόμη και αν το «ποσοστό δεύτερης ψήφου» ενός κόμματος παραμείνει κάτω από πέντε τοις εκατό, το κόμμα μπορεί να εισέλθει στην Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο με εκπροσώπηση αντιστοιχούσα στο «ποσοστό δεύτερης ψήφου» του, εφόσον το κόμμα αυτό έχει εξασφαλίσει, σε τρεις τουλάχιστον εκλογικές περιφέρειες, την «άμεση εντολή», δηλαδή υποψήφιοί του σε τρεις περιφέρειες έχουν συγκεντρώσει τον υψηλότερο αριθμό «πρώτων ψήφων» (Grundmandatsklausel).

Οι ομοσπονδιακές εκλογές διενεργούνται βάσει του Ομοσπονδιακού Εκλογικού Κανονισμού. Η εγκυρότητα εξετάζεται από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο βάσει του νόμου περί εξετάσεων εκλογών.